- γκρεμνός
- (πλ. -οί и -ά) ο1) прям. , перен. бездна, пропасть; 2) обрыв, высокая обрывистая скала;
απότομος γκρεμνός — обрыв, стремнина;
3) воен, эскарп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απότομος γκρεμνός — обрыв, стремнина;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκρεμνός — ο βλ. γκρεμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγκρεμνος — η, ο [γκρεμνός] αυτός που δεν έχει γκρεμούς, ο ομαλός … Dictionary of Greek
γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω … Dictionary of Greek
λαγκός — Πόλη (1.484.000 κάτ. το 1995) της νοτιοδυτικής Νιγηρίας, στην ομώνυμη πολιτεία (3.345 τ. χλμ., 6.357.253 κάτ.) του κράτους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πόλη και το κύριο λιμάνι της Νιγηρίας, στον κόλπο του Μπενίν, καθώς επίσης και επίκεντρο των… … Dictionary of Greek
γκρεμός — γκρεμός, ο και γκρεμνός, ο 1. βάραθρο: Ένα τουριστικό λεωφορείο έπεσε στον γκρεμό. 2. φρ., «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», για το αδιέξοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)